- υφηνίοχος
- ὁ, Α [ἡνίοχος]1. αρματηλάτης, υπηρέτης αγωνιστή αρματηλασίας2. βοηθός ηνιόχου3. (κατά τον Φώτ.) ο ηνίοχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφηνίοχος — charioteer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηνιόχου — ὑφηνίοχος charioteer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηνιόχῳ — ὑφηνίοχος charioteer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηνίοχον — ὑφηνίοχος charioteer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηνιοχώ — έω, Α [ὑφηνίοχος] 1. είμαι βοηθός ηνιόχου 2. είμαι ηνίοχος 3. παθ. ὑφηνιοχοῡμαι (για άρματα) οδηγούμαι πίσω από άλλο … Dictionary of Greek